- παλιόχαρτο
- το1. χαρτί κακής ποιότητας ή κομμάτι άχρηστου χαρτιού.2. έγγραφο ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
παλιόχαρτο — το 1. κομμάτι χαρτιού φθαρμένο ή άχρηστο 2. τίτλος ή χαρτονόμισμα χωρίς αξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < παλι(ο) (βλ. λ. παλαιο ) + χαρτί] … Dictionary of Greek
παλαιο- — και παλι(ο) (ΑΜ παλαιο ) α συνθετικό λέξεων που ανάγεται στο επίθ. παλαιός και σημαίνει ότι αυτό που δηλώνεται από το β συνθετικό είναι αρχαίο (πρβλ. παλαιογενής) ή έγινε πριν από πολλά χρόνια (πρβλ. παλαιόκτητος) ή οπισθοδρομικό, συντηρητικό… … Dictionary of Greek